- σπαρταράω
- σπαρταράω (σπάν. σπαρταρώ), σπαρτάρησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σπαρταράω — και σπαρταρώ σπαρταρούσα και σπαρτάριζα, σπαρτάρισα 1. τινάζομαι βίαια, σφαδάζω: Το ακέφαλο σώμα του σπαρταρούσε ακόμα. 2. μτφ., «Σπαρταράει η καρδιά μου», ανησυχώ πολύ, νιώθω μεγάλη αγωνία· «Σπαρταρώ από τα γέλια», γελάω πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαδάζω — σφάδασα 1. σπαρταράω, ψυχορραγώ: Σφάδαζε ακόμη το χτυπημένο ζώο. 2. σπαρταράω, σπαράζω από τους πόνους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαχταράω — / λαχταρώ, λαχτάρησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: λαχταρίζω – λαχταράω : δεν πρέπει να συγχέονται οι έννοιες των δύο ρ. Το λαχταρίζω σημαίνει → σκιρτάω, σπαρταράω / τρομάζω, τρομοκρατούμαι, ενώ το λαχταράω → επιθυμώ έντονα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαχταρίζω — λαχταρίζω, λαχτάρισα, λαχταρισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: λαχταρίζω – λαχταράω : δεν πρέπει να συγχέονται οι έννοιες των δύο ρ. Το λαχταρίζω σημαίνει → σκιρτάω, σπαρταράω / τρομάζω, τρομοκρατούμαι, ενώ το λαχταράω → επιθυμώ έντονα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σπαράζω — σπάραξα, σπαράχτηκα, σπαραγμένος 1. αμτβ., νιώθω σπαραγμό, θλίψη: Σπαράζει η καρδιά μου, που τον βλέπω σ αυτήν την κατάσταση. 2. σπαρταράω: Σπαράζουν τα ψάρια μέσα στα δίχτυα του ψαρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)